- ταλάντωση
- ηη ταλάντευση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταλάντωση — η / ταλάντωσις, ώσεως, ΝΑ [ταλαντῶ, ώνω] ταλάντευση νεοελλ. 1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του β) (ηλεκτρ. ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης εκφόρτισης, η… … Dictionary of Greek
ελεύθερη ταλάντωση — Η ταλάντωση που αρχίζει να εκτελεί ένα μηχανικό σύστημα που μπορεί να ταλαντωθεί, αν απομακρυνθεί από τη θέση ηρεμίας του. Η ταλάντωση αυτή εκτελείται γύρω από τη θέση ηρεμίας, με μια συχνότητα χαρακτηριστική του συστήματος, που ονομάζεται φυσική … Dictionary of Greek
ισόχρονη ταλάντωση — Φυσική ταλάντωση ενός συστήματος, της οποίας η περίοδος είναι ανεξάρτητη από το πλάτος της. Η ι.τ. αποτελεί χαρακτηριστική ιδιότητα των γραμμικών συστημάτων, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί και σε μη γραμμικά συστήματα με την προϋπόθεση ότι θα είναι… … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
εξαναγκασμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξαναγκάζω) 1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος 2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη 3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια… … Dictionary of Greek
λίκνιση — (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
δόνηση — Περιοδική παλμική κίνηση υψηλής συχνότητας ενός σώματος. Για μικρές συχνότητες προτιμάται ο όρος ταλάντωση. Όταν ένα σώμα δονείται, στην ιδιοσυχνότητά του υπάρχουν ελεύθερες δ. Για να διατηρηθούν οι δ. αυτές και οι κυμάνσεις που προκαλούνται στο… … Dictionary of Greek